- ἀπτέρωτος
- ἀ-πτέρωτος, unbeflügelt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
απτέρωτος — ἀπτέρωτος, ον (AM) άπτερος … Dictionary of Greek
ἀπτερώτοις — ἀπτέρωτος unfeathered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτερώτῳ — ἀπτέρωτος unfeathered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτέρωτα — ἀπτέρωτος unfeathered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπτερος — κ. άφτερος, η, ο (AM ἄπτερος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν έβγαλε ακόμη φτερά, ο απτέρωτος αρχ. (για λόγο) 1. αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος 2. αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβέβαιος, αβάσιμος 3. επίθ. της Αθηνάς Νίκης, που εικονιζόταν… … Dictionary of Greek